- κυρίευε
- κῡρίευε , κυριεύωto be lordpres imperat act 2nd sgκῡρίευε , κυριεύωto be lordimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μηνοφάνης ή Μητροφάνης — (1ος αι. π.Χ.). Ναύαρχος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ’. Το 88 π.Χ. στάλθηκε με τον στρατηγό Αρχέλαο να καταλάβει την Ελλάδα. Σύμφωνα με σχέδιο, ο Αρχέλαος θα κυρίευε τα νησιά και τον Πειραιά και κατόπιν θα κατευθύνονταν Β να συναντήσει τον … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
αβουλία — η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές πάντα τον κυρίευε μια αβουλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)